- εὐκαμπές
- εὐκαμπήςwell-bentmasc/fem voc sgεὐκαμπήςwell-bentneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευκαμπής — εὐκαμπής, ές (ΑΜ) ο κεκαμμένος καλά, ο κατασκευασμένος με τέχνη («εὐκαμπὲς δρέπανον», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. εύκαμπτος, ευλύγιστος («εὐκαμπὴς φλοιός», Θεόφρ.) 2. (για πύον) ολισθηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + καμπής (< κάμπτω), πρβλ. βαθυ καμπής, οξυ… … Dictionary of Greek